- τεταρτομοιρία
- τεταρτο-μοιρία, ἡ,A fourth share, PFlor.50.111 (iii A.D.), 325.8 (v A.D.): hence [full] -μοι ( [full] ρίταις) POxy.1910.24 (vi/vii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεταρτομοιρία — ἡ, Α το τέταρτο μέρος στο οποίο χωρίζεται ένα όλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + μοῖρα + ία] … Dictionary of Greek
τεταρτομοιρίτης — ὁ, Α [τεταρτομοιρία] ο κάτοχος μιας τεταρτομοιρίας … Dictionary of Greek